- ψυχογράφημα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ψυχογραφώ, η περιγραφή των ψυχικών διαθέσεων ενός ατόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχογράφημα — το, Ν [ψυχογραφώ] η περιγραφή τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου … Dictionary of Greek
ψυχογραφία — Η γραφική απεικόνιση των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ύστερα από ψυχολογική εξέτασή του. Η ψ. επιτυγχάνεται με την έρευνα της όλης προσωπικότητας του ατόμου και τον καθορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών του. Με την έρευνα των… … Dictionary of Greek
Κασόλα, Κάρλο — (Carlo Cassola, Ρώμη 1917 – Μόντε Κάρλο, Μονακό 1987). Ιταλός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προσχώρησε στην αντιφασιστική αντίσταση. Τα πρώτα έργα του δημοσιεύτηκαν το 1941 και το 1942.… … Dictionary of Greek